ευρινος

ευρινος
    εὔρινος
    εὔ-ρῑνος
    I
    2
    [ῥίς] Soph. = εὔρις См. ευρις
    II
    2
    [ῥινός] из хорошей кожи Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευρινος" в других словарях:

  • εύρινος — εὔρινος και επικ. ἐΰρρινος, ον (Α) 1. ο εύρις* 2. αυτός που έχει ωραίο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρινός «δέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • εὔρινος — εὔρῑνος , εὔρινος 1 masc/fem nom sg εὔρῑνος , εὔρινος 2 masc/fem nom sg εὔρῑνος , εὔρις with a good nose masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρινοτάτας — εὐρῑνοτάτᾱς , εὔρινος 1 fem acc superl pl εὐρῑνοτάτᾱς , εὔρινος 1 fem gen superl sg (doric aeolic) εὐρῑνοτάτᾱς , εὔρινος 2 fem acc superl pl εὐρῑνοτάτᾱς , εὔρινος 2 fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρινοτάτων — εὐρῑνοτάτων , εὔρινος 1 fem gen superl pl εὐρῑνοτάτων , εὔρινος 1 masc/neut gen superl pl εὐρῑνοτάτων , εὔρινος 2 fem gen superl pl εὐρῑνοτάτων , εὔρινος 2 masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρινον — εὔρῑνον , εὔρινος 1 masc/fem acc sg εὔρῑνον , εὔρινος 1 neut nom/voc/acc sg εὔρῑνον , εὔρινος 2 masc/fem acc sg εὔρῑνον , εὔρινος 2 neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρινοτάτην — εὐρῑνοτάτην , εὔρινος 1 fem acc superl sg (attic epic ionic) εὐρῑνοτάτην , εὔρινος 2 fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρινότατος — εὐρῑνότατος , εὔρινος 1 masc nom superl sg εὐρῑνότατος , εὔρινος 2 masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρίνοιο — εὐρί̱νοιο , εὔρινος 1 masc/fem/neut gen sg (epic) εὐρί̱νοιο , εὔρινος 2 masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρίνοις — εὐρί̱νοις , εὔρινος 1 masc/fem/neut dat pl εὐρί̱νοις , εὔρινος 2 masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρίνοισιν — εὐρί̱νοισιν , εὔρινος 1 masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) εὐρί̱νοισιν , εὔρινος 2 masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρίνου — εὐρί̱νου , εὔρινος 1 masc/fem/neut gen sg εὐρί̱νου , εὔρινος 2 masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»